- πρεσβυτερεία
- και πρεσβυτερία, ἡ, Α [πρεσβύτερος]1. το αξίωμα τού πρεσβυτέρου2. (μόνον ο τ. πρεσβυτερία) η προτεραιότητα κατά ηλικία («εἰς πρεσβυτερίας λόγον»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρεσβυτερία — ἡ, Α βλ. πρεσβυτερεία … Dictionary of Greek